διόβολος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé par Zeus.
Étymologie: Διός, gén. de Ζεύς, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
procedente de Zeus, enviado por Zeus κτύπος S.OC 1464, πλῆκτρον E.Alc.128.

Greek Monolingual

διόβολος, -ον (Α)
(για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -βολος < βάλλω].