Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
v. δύω.
see δύνω.
δύσεο: Επικ. προστ. Μέσ. αορ. αʹ του δύω.