ἐπιβείομεν
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβείομεν: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ -βῶμεν, καὶ ἐπιβήμεναι ἀντὶ τοῦ -βῆναι, ἴδε ἐπιβαίνω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de ἐπιβαίνω.
Greek Monotonic
ἐπιβείομεν: Επικ. αντί -βῶμεν, υποτ. αορ. βʹ του ἐπιβαίνω· ἐπιβήμεναι, απαρ. Επικ. αντί -βῆναι.