ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
v. *ἐπαραρίσκω.
see ἐπαραρίσκω.
ἐπῆρσα: Επικ. αόρ. αʹ του ἐπαραρίσκω.