ἐπίλησις
English (LSJ)
Dor. -λᾱσις, εως, ἡ,
A forgetting, forgetfulness, καμάτων Pi.P.1.46.
German (Pape)
[Seite 958] ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form ἐπίλασις καμάτων.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλησις: Δωρ. -λᾱσις, εως, ἡ, (ἐπιλήθομαι) τὸ ἐπιλανθάνεσθαι, λησμονεῖν, λήθη, καμάτων Πινδ. Π. 1. 46: ― ὡσαύτως ἐπιλησμονή, ἡ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 68 (ἴδε Meineke 5. 92), Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· - ἐπιλησμοσύνη, ἡ, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 147, Δίων Κ. 56. 41· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 385.