ἐπίλησις
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
Dor. ἐπίλασις, εως, ἡ, forgetting, forgetfulness, καμάτων Pi.P.1.46.
German (Pape)
[Seite 958] ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form ἐπίλασις καμάτων.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλησις: дор. ἐπίλᾱσις, εως ἡ забвение (καμάτων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλησις: Δωρ. -λᾱσις, εως, ἡ, (ἐπιλήθομαι) τὸ ἐπιλανθάνεσθαι, λησμονεῖν, λήθη, καμάτων Πινδ. Π. 1. 46: ― ὡσαύτως ἐπιλησμονή, ἡ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 68 (ἴδε Meineke 5. 92), Ἑβδ., Καιν. Διαθ.· - ἐπιλησμοσύνη, ἡ, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 147, Δίων Κ. 56. 41· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 385.
Greek Monolingual
ἐπίλησις και δωρ. τ. ἐπίλασις, ἡ (Α) επιλήθω
λήθη, λησμονιά.
Translations
Czech: zapomnětlivost; Danish: glemsomhed; Dutch: vergeetachtigheid, vergetelheid; Esperanto: forgeseco; Finnish: muistamattomuus, huonomuistisuus, hajamielisyys, unohtelu; German: Vergesslichkeit; Ancient Greek: ἀμνημοσύνη, ἀμνησία, ἀμνηστία, ἐπίλησις, ἐπίλασις, ἐπιλησμονή, ἐπιλήσμη, ἐπιλησμονείη, ἐπιλησμοσύνη, λάθα, λαθιφροσύνη, λήθη,, λῆστις, λησμοσύνη, μετεωρία, ὑπολησμοσύνη; Hungarian: feledékenység; Latin: oblivio, oblivium, immemoratio; Latvian: aizmāršība; Manchu: ᠣᠩᡤᠣᠰᡠ; Norwegian Bokmål: glemsomhet; Nynorsk: gløymske; Polish: amnezja, niepamięć; Portuguese: esquecimento; Russian: забывчивость; Spanish: desmemoria, mala memoria, poca memoria, memoria de pollo; Swedish: glömska; Telugu: మరుపు; Turkish: unutkanlık; Urdu: فراموشی; Welsh: anghofrwydd