επιλήθω

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source

Greek Monolingual

ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM)
αρχ.
1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ (ὕπνος) τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» — ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.)
2. λησμονώνήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται» — είναι ανόητος όποιος ξεχάσει τους γονιούς του που χάθηκαν τόσο αξιολύπητοι, Σοφ.)
3. παραμελώ
αρχ.
1. προσποιούμαι ότι δεν θυμάμαι
2. αθετώ τον λόγο μου ή μια υπόσχεση
3. παθ. λησμονιέμαι, παύω να λειτουργώ («ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» — αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, ας ξεχαστεί, ας αχρηστευτεί το δεξί μου χέρι, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήθω, παράλλ. τ. του λανθάνω «ξεχνώ, διαφεύγω της προσοχής»]·