επιλήθω

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM)
αρχ.
1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ (ὕπνος) τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» — ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.)
2. λησμονώνήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων ἐπιλάθεται» — είναι ανόητος όποιος ξεχάσει τους γονιούς του που χάθηκαν τόσο αξιολύπητοι, Σοφ.)
3. παραμελώ
αρχ.
1. προσποιούμαι ότι δεν θυμάμαι
2. αθετώ τον λόγο μου ή μια υπόσχεση
3. παθ. λησμονιέμαι, παύω να λειτουργώ («ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» — αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, ας ξεχαστεί, ας αχρηστευτεί το δεξί μου χέρι, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λήθω, παράλλ. τ. του λανθάνω «ξεχνώ, διαφεύγω της προσοχής»]·