εὐμετάπειστος

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht durch Ueberredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à faire changer d’avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].

Greek Monotonic

εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.