δύσπειστος
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
δύσπειστον,
A hard to persuade, opinionated, Arist.EN1151b6; ὄμματα ἀκοῆς D.Chr. 12.71 (Comp.). Adv. δυσπείστως ἔχειν to be incredulous, Isoc.4.18.
II disobedient, X.Eq.Mag.1.23.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de persuadir o convencer εἰκὸς μὴ δυσπείστους εἶναι ... οἳ φυλαρχεῖν ἐπεθύμησαν X.Eq.Mag.1.23, δύσπειστοι καὶ οὐκ εὐμετάπειστοι Arist.EN 1151b6, ἀκοῆς πιστότερα ὄμματα ... πολύ γε μὴν δυσπειστότερα D.Chr.12.71
•subst. τὸ δ. dificultad para dejarse convencer Plu.Cat.Mi.1.
2 incrédulo sent. dud., prob. sent. relig. infiel, o quizá de poca fe Hsch.
II adv. -ως con incredulidad δ. ἔχειν mostrarse incrédulo o escéptico Isoc.4.18, Plu.2.589b, Pl.Erx.405b, πρὸς τὰ εἰρημένα D.H.Dem.52.1, πρὸς τοῦτο ἀκμὴν δ. ἔχω mi incredulidad ante esto llega al máximo Iust.Phil.Dial.89.2.
German (Pape)
[Seite 686] 1) schwer zu überreden, Arist. Eth. 7, 9. – Adv., δυσπείστως ἔχω Isocr. 4, 18. – 2) ungehorsam; Xen. Hipparch. 1, 23; Plut. Cat. min. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à persuader, indocile.
Étymologie: δυσ-, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
δύσπειστος: Xen., Arst., Plut. = δυσπειθής.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπειστος: -ον, δυσκολοκατάπειστος, ἰσχυρογνώμων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.- Ἐπίρρ. δυσπείστως ἔχειν, εἶμαι ἄπιστος, δύσπιστος, Ἰσοκρ. 44C. II. παρήκοος, ἀνυπότακτος, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 23.
Greek Monolingual
δύσπειστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μεταπείθεται, ισχυρογνώμων
2. απειθής
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δύσπειστον
η ιδιότητα του δύσπειστου.
Greek Monotonic
δύσπειστος: -ον, = το προηγ., σε Ξεν.
Middle Liddell
δύσ-πειστος, ον = δυσπειθής, Xen.]