ἐχίδιον

Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

τό,

   A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.

German (Pape)

[Seite 1126] τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχίδιον: (ῑ), τό, μικρὰ ἔχιδνα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 2· διάφ. γραφ. ἐχίδνιον.

Greek Monolingual

ἐχίδιον και δ. γρφ. ἐχίδνιον, τὸ (Α) έχις
μικρή έχιδνα, μικρή οχιά («τίκτει δὲ μικρὰ ἐχίδια ἐν ὑμέσιν», Αριστοτ.).