έχις

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

ἔχις, -εως, ὁ, ἡ (Α)
1. έχιδνα, οχιά
2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήραςὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.)
3. είδος φυτού, το έχιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. έχιδνα].