θορικός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορικός Medium diacritics: θορικός Low diacritics: θορικός Capitals: ΘΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: thorikós Transliteration B: thorikos Transliteration C: thorikos Beta Code: qoriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the semen, πόροι θ. ductus seminales, Arist. GA720b13, al.; [τὰ] θορικά partes seminales, ib.755b20; τροφὴ θ. Ruf. Sat.Gon.12.

German (Pape)

[Seite 1214] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.

Greek (Liddell-Scott)

θορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.

Greek Monolingual

θορικός, -ή, -όν (Α) θορός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό σπέρμα, αυτός που περιέχει σπόρο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θορικά
τα μόρια που περιέχουν σπέρμα.