γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
κακκῆαι: Ἐπικ. ἀπαρ. τοῦ κατακαίω.
inf. ao. épq. (avec sync. et assimil.) de κατακαίω.
κακκῆαι: βλ. κακκεῖαι.