κατεύδω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
for καθεύο̄ω, barbarism in Ar.Th.1193.
German (Pape)
[Seite 1398] sagt der Scythe für καθεύδω Ar. Th. 1193.
Greek (Liddell-Scott)
κατεύδω: ἀντὶ καθεύδω, βαρβαρισμός· ὁ Σκύθης ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1193.
Greek Monolingual
κατεύδω (Α)
κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί καθεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεύδω barb. voor καθεύδω.