κατεύδω
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
for καθεύω, barbarism in Ar.Th.1193.
German (Pape)
[Seite 1398] sagt der Scythe für καθεύδω Ar. Th. 1193.
Russian (Dvoretsky)
κατεύδω: ион., тж. Arph. в произн. скифа = καθεύδω.
Greek (Liddell-Scott)
κατεύδω: ἀντὶ καθεύδω, βαρβαρισμός· ὁ Σκύθης ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1193.
Greek Monolingual
κατεύδω (Α)
κωμ. βαρβαρισμός στον Αριστοφ. αντί καθεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατεύδω barb. voor καθεύδω.