Σκύθης
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
Σκύθου, ὁ: voc.
A Σκύθᾰ Thgn.829, Ar.Th.1112, etc.:—Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach.704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σκύθης Plu.2.847f, cf. Men.533.13.
2 Adj. Scythian, Σκύθης ἐς οἷμον A.Pr.2; Σκύθης ὅμιλος ib.417 (lyr.); Σκύθης σίδηρος Id.Th. 818 (cf. Χάλυψ); κύανος Thphr. De Lapidibus 55.
II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018,1026, Lys.451; cf. τοξότης III.
2 = ἱπποτοξότης, mounted bowman, horse-archer, horse archer, mounted archer, mounted bowman, horseback archer Ael. Tact.2.13.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 Scythe, οἱ Σκύθαι les Scythes, n. commun à tous les peuples du NE de l'Europe et du N de l'Asie ; p. ext. homme inculte, grossier, brutal ; à Athènes garde de police (ce corps étant surtout composé de Scythes);
2 de Scythe, des Scythes.
Étymologie:.
German (Pape)
ὁ, der Skythe (s. Σκύθης), überh. jeder rohe Mensch. – In Athen ein Gerichts- oder Polizeidiener, öffentliche Sklaven, welche eine Art Stadtwache bildeten, weil man Skythen dazu zu nehmen pflegte.
Russian (Dvoretsky)
Σκύθης: ου adj. скифский (οἶμος Aesch.).
ου ὁ Скиф
1 отец Кадма, тиранн Занклы;
2 младший сын Геракла, миф. родоначальник скифов Her.
ου, ион. εω (ῠ) ὁ sing. к Σκύθαι.
Greek (Liddell-Scott)
Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - κάτοικος τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον «Ἀφρικανὴ ἐρημία», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ τραχύς, ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, Σκυθικός, Σκ. ὅμιλος Αἰσχύλ. Πρ. 417· σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· κύανος Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς ὑπηρέτης ἢ κλητήρ· διότι οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. τοξότης ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.
English (Strong)
probably of foreign origin; a Scythene or Scythian, i.e. (by implication) a savage: Scythian.
English (Thayer)
Σκυθου, ὁ, a Scythian, an inhabitant of Scythia i. e. modern Russia: Cicero, in Verr. 2,5, 58 § 150; in Pison. 8,18; Josephus, c. Apion. 2,37, 6; (Philo, leg. ad Gaium § 2); Lucian, Tox. 5f; Lightfoot on Colossians, the passage cited; Hackett in B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Scythians; Rawlinson's Herod., Appendix to book iv., Essays ii. and iii.; Vanicek, Fremdwörter, under the word.)
Greek Monotonic
Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ, κλητ. Σκύθᾰ·
I. 1. κάτοικος της Σκυθίας ή ο καταγόμενος από τη Σκυθία· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, όπως θα λέγαμε εμείς «η έρημος της Σαχάρας», σε Αριστοφ.· θηλ. Σκύθαινᾰ.
2. ως επίθ. ὁ Σκυθικός, σε Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, αστυνόμος, μέλος της πολιτοφυλακής, που κατά κανόνα αποτελείτο από Σκύθες σκλάβους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Σκῠ́θης, ου, ὁ,
1. a Scythian: proverb., Σκυθῶν ἐρημία, as we might say "the desert of Africa, " Ar.: —fem. Σκύθαινᾰ.
2. as adj. Scythian, Aesch.
II. at Athens, a policeman, one of the city-guard, which was mostly composed of Scythian slaves, Ar.
Chinese
原文音譯:SkÚqhj 士去帖士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:西古提人
字義溯源:西古提人;西古提位於黑海與裏海間的北部高山地區,住在那地的西古提人,是印歐語系(包括印度,西亞,歐洲之語言)的人。字義:野蠻的
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 西古提人(1) 西3:11