καταψευστός
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
controuvé, fabuleux.
Étymologie: καταψεύδομαι.
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
ός, όν :
controuvé, fabuleux.
Étymologie: καταψεύδομαι.