κισσωτός

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσωτός Medium diacritics: κισσωτός Low diacritics: κισσωτός Capitals: ΚΙΣΣΩΤΟΣ
Transliteration A: kissōtós Transliteration B: kissōtos Transliteration C: kissotos Beta Code: kisswto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A decked with ivy, νεβρίς AP6.172.

Greek (Liddell-Scott)

κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κισσωτός, -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]
στολισμένος με κισσό.

Greek Monotonic

κισσωτός: -ή, -όν (κισσόω), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.