ματτυολοιχός
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
gourmand (« lécheur de ragoûts »).
Étymologie: ματτύη, λείχω.
Par. ματαιολοιχός, ματιολοιχός.
Greek Monolingual
ματτυολοιχός και ματιολοιχός και, κατά τον Ησύχ., ματαιολοιχός, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής
2. (κατά τον Ησύχ.) «ματαιολοιχός
ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῡργος καὶ λίχνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ματτύη + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αιματο-λοιχός, τραπεζο-λοιχός. Ο τ. ματιολοιχός είναι εσφ. γρφ. του ματτυολοιχός, ενώ ο τ. ματαιολοιχός έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του μάταιος.