ναυμάχος

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source

German (Pape)

[Seite 231] zur See kämpfend, eine Seeschlacht liefernd, Crinag. 25 (VII, 741). – Aber ναύμαχος, zum Schiffskampfe, zur Seeschlacht gehörig, ξυστά, zum Seekampfe brauchbare Lanzenschäfte, Il. 15, 389. 877, wie δορατα, Her. 7, 89; Plut. Marc. 12.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυμάχος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη θάλασσα, αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].