ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
SourceFrench (Bailly abrégé)
adv.
nouvellement, récemment;
Cp. νεωτέρως, Sp. νεώτατα.
Étymologie: νέος.
Greek Monotonic
νέως: επίρρ. του νέος.