Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
adv.nouvellement, récemment;Cp. νεωτέρως, Sp. νεώτατα.Étymologie: νέος.
νέως: επίρρ. του νέος.
adv. zu νέος.
νέως: adv. недавно, только что Plat., Thuc.
[adverb of νέος.]