νεκρικῶς
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un mort.
Étymologie: νεκρικός.
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
adv.
comme un mort.
Étymologie: νεκρικός.