νώμησις

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A observation, σκέψιν καὶ ν. Pl.Cra.411d.    II motion, Suid.

German (Pape)

[Seite 273] ἡ, 1) Bewegung, Suid. erkl. κίνησις. – 2) die Beobachtung, das Wahrnehmen, δηλοῖ γονῆς σκέψιν καὶ νώμησιν, Plat. Crat. 411 d.

Greek (Liddell-Scott)

νώμησις: ἡ, (νωμάω) παρατήρησις, σκέψις καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε νωμάω ἐν τέλ. ΙΙ. κίνησις, ἴδε νωμάω ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

νώμησις, ἡ (Α) νωμώ
1. παρατήρηση
2. (κατά το λεξ. Σούδα) κίνηση.