νωμάω
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English (LSJ)
Iterat.impf.
A νώμασκε Mosch.4.108:—Med., v.infr.: (νέμω A.I.I):—deal out, distribute, esp. food and drink at festivals, Il.1.471, Od.3.340, etc.; ν. φιάλαισιν ἀμπέλου παῖδα pour wine into the several cups, Pi.N.9.51; ν. προπόσεις Critias 1.7 D.
II (νέμω A. III. 2) direct, guide,
1 of weapons, implements, etc., handle, wield, ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα Il.5.594; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7.238; σκῆπτρον δ' οὔτ' ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα 3.218; ἄλεισον… μετὰ χερσὶν ἐνώμα Od.22.10; ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων managed the sheet, 10.32; νηὸς… οἰήϊα νωμᾷς 12.218; ἁνία χερσὶ ν. Pi.I.1.15; drive, ν. δίφρους Id.P.4.18; ν. κύλικα Theophil.2.5:—Med., νωμήσασθαι σάκος Q.S.3.439.
b metaph., ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν A.Th.3; νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν Pi.P.1.86; πᾶν ἐπὶ τέρμα ν. A.Ag.781 (lyr.); νωμᾶτ' ὠκεανόν, νωμᾶθ' ἅλα, δένδρεά τ' αὔτως Orph.H.38.8, etc.: abs., to be the guiding power, S.Fr.941.11.
2 of the limbs of the human body, ply, γούνατ' ἐν. Il.10.358; ὄμμα Parm.1.35; φυγᾷ πόδα ν. S.OT468 (lyr.); ν. ὀφρύν move the brow, A.Ch.288; πτερὸν αἰθέρι ν. AP9.339 (Arch.); πήδα… παμφυὲς νωμῶν δέμας IG42(1).130.19 (Epid.).
3 metaph., of the mind, turn over, ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας thou didst use to turn wiles over in the mind, Od.18.216; κέρδεα νωμῶν 20.257; ply nimbly, ἐν στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμᾶν 13.255.
4 observe, νωμῶντες… σῖτα ἀναιρεομένους observing them in the act of foraging, Hdt.4.128; of soothsayers, ἐν ὠσὶ ν. καὶ φρεσίν… χρηστηρίους ὄρνιθας A.Th.25; ὦ πάντα νωμῶν, Τειρεσία S.OT300, cf. E.Ph.1256; τὸ νωμᾶν καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν Pl.Cra.411d; so prob. in h.Cer.373 ἀμφὶ ἕ νωμήσας peering round him.
III Med., = νέμομαι, possess, occupy, χώραν, νῆσον, Supp.Epigr.2.511.56, al. (Crete, ii B. C.).—Poet. word, exc. in Hdt. and Pl.Il.cc. and in signf. III.
French (Bailly abrégé)
νωμῶ :
ao. ἐνώμησα, pf. νενώμηκα;
1 partager, distribuer en parl. d'aliments;
2 mouvoir habilement, manier avec habileté, brandir en parl. d'armes ; en parl. d'autres objets : gouvernail, char, etc. ; en parl. de parties du corps : φυγᾷ πόδα ν. SOPH fuir litt. diriger son pied en fuyant ; νωμᾶν ὀφρύν ESCHL rouler les yeux ; fig. en parl. de pers. ou de choses diriger, conduire, gouverner : πᾶν ν. ἐπὶ τέρμα ESCHL mener tout au bout, terminer tout ; ν. ὄρνιθας ἐν ὠσὶ καὶ φρεσίν ESCHL observer avec son oreille et son esprit les oiseaux, et connaître les signes qu'ils indiquent ; κέρδεα νωμᾶν avec ou sans ἐνὶ φρεσί OD agiter en son âme de sages desseins ; abs. penser, réfléchir, méditer.
Étymologie: νέμω.
German (Pape)
verstärktes νέμω,
1 verteilen, zuteilen, bes. Speise und Trank, νώμησαν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν, Il. 1.471, Od. 3.340, 7.183 und sonst; Antimach. bei Ath. XI.468a. Gewöhnlich
2 handhaben, bewegen und lenken, schwingen und dgl., nur mit der Nebenbdtg des Geregelten, Kunstgemäßen, die Bewegung beherrschen, bes. von Waffen; Ἄρης δ' ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα, Il. 5.594; οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν, 7.238; νωμῶν ῥόπαλον, Pind. frg. 77; auch δράκοντ' ἐπ' ἀσπίδος, P. 8.49; vgl. ἐν χαλκηλάτῳ σάκει Σφίγγ' ὠμόσιτον ἐνώμα, Aesch. Spt. 324, von dem Wappen des Schildes; δόρυ, Pers. 313; βέλη, Ch. 161; λόγχην ἐνώμα, Eur. Phoen. 1394; von anderen Werkzeugen und Geräten, deren Handhabung Geschicklichkeit erfordert, σκῆπτρον Il. 3.218, vom Ruder, Od. 12.218, vgl. 10.32, 22.10; ἁνία χερσίν, Pind. I. 1.15; ἁνία ἀντ' ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν, P. 4.18; übertragen, νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν, lenken, 1.86, wie ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν Aesch. Spt. 3; sp.D.; – die Glieder des Leibes geschickt gebrauchen, λαιψηρὰ πόδας καὶ γούνατ' ἐνώμα, behend rührte er, bewegte er Hände und Füße, Il. 15.369; γούνατ' ἐνώμα φευγέμεναι, Il. 10.359; λαμπρὸν ἐν σκότῳ νωμῶντ' ὀφρύν, das Auge rollen, Aesch. Ch. 283; ὥρα νιν φυγᾷ πόδα νωμᾶν, Soph. O.R. 468.
3 übertragen, κέρδεα νωμῶν, Od. 20.257, wie αἰὲν ἐν στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμῶν, 13.255, listige Anschläge in der Seele bewegen, im Sinne haben; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσί vrbdt Aesch. Spt. 25, = ἀκούειν καὶ φρονεῖν; – überhaupt bedenken, wahrnehmen, beobachten, ὦ πάντα νωμῶν Ἰειρεσία, Soph. O.R. 300, Hesych. erkl. κρίνων; vgl. Her. 4.128; Eur. Phoen. 1262, ἐμπύρους ἀκμὰς ῥήξεις τ' ἐνώμων, wo der Schol. παρετήρουν, ἐσκόπουν erkl.; Plat. Crat. 411d sagt τὸ γὰρ νωμᾶν καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν; vgl. Her. νωμῶντες αὐτοὺς σῖτα ἀναιρεομένους, 4.128. Öfter bei sp.D., wie Theocr. 22.33, 109; Ap.Rh. 4.1006, 1056, und in der Anth.; – absol., sinnen, H.h. Cer. 374. – Auch intr., sich bewegen, schweben, Lobeck ad Aj. 604.
Russian (Dvoretsky)
νωμάω:
1 распределять, раздавать (κρατῆρας πᾶσιν Hom.);
2 держать в своих руках (βῶν, ἄλεισον, σκῆπτρον Hom.);
3 управлять, направлять (πόδα νηός Hom.; δίφρους Pind.; πόλεως οἴακα Aesch.): φυγᾷ πόδα νωμᾶν Soph. пуститься бежать; вести (πᾶν ἐπὶ τέρμα Aesch.);
4 двигать, шевелить (ἐν αἰθέρι πτερόν Anth.): ν. ὀφρύν Aesch. глядеть сдвинув брови;
5 наблюдать, следить: ν. ὄρνιθας ἐν ὠσὶ καὶ φρεσίν Aesch. слушать и понимать птиц (о птицегадателях);
6 подстерегать (τινας σῖτα ἀναιρεομένους Her.);
7 думать, размышлять (τὸ ν. καὶ τὸ σκοπεῖν ταὐτόν Plat.): κέρδεα ἐνὶ φρεσὶ ν. Hom. носиться с умными мыслями или затевать хитрые планы.
Greek (Liddell-Scott)
νωμάω: μέλλ. -ήσω, (νέμω Ι) διανέμω, μοιράζω, μάλιστα τροφὴν καὶ ποτὸν κατὰ τὰς ἑορτὰς, Ἰλ. Α. 471, Ὀδ. Γ. 340, κτλ.· ν. φιάλαισιν ἀμπέλου παῖδα, ἐγχέειν οἶνον εἰς τὰς φιάλας, Πινδ. Ν. 9. 121. ΙΙ. (νέμω ΙΙΙ. 2) κινῶ καὶ διευθύνω κατὰ βούλησιν, διευθύνω τὸ κινούμενον ἀκριβῶς ὅπως ἐγὼ θέλω, 1) ἐπὶ ὅπλων, χειρίζομαι, κινῶ τὸ δόρυ ἢ τὴν ἀσπίδα, ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα Ἰλ. Ε. 594· οἶδ’ ἐπὶ δεξιά, οἶδ’ ἐπ’ ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν, κινῆσαι τὴν ἀσπίδα, Η. 238· σκῆπτρον δ’ οὔτ’ ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα Γ. 218· ἄλεισον... μετὰ χερσὶν ἐνώμα Ὀδ. Χ. 10· αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων, ἐκίνουν, διηύθυνον τὸ πηδάλιον, Κ. 32· νηὸς... οἰήια νωμᾷς Μ. 218· οὕτω β) μεταφορ., ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 3· νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ πόλιν, ἐκυβέρνα αὐτήν, Λατ. gubernabat, Πινδ. Π. 1. 164· ν. δίφρους, διευθύνειν, αὐτόθι 4. 32· ν. ἁνία χερσὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 20· πᾶν ν. ἐπὶ τέρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 781· ν. ὠκεανόν, ἅλα Ὀρφ. Ὕμν. 37. 8, κτλ.· ἀπολ., κυβερνῶ, διοικῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 11. 2) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, κινῶ κούφως, ταχέως, γούνατα νωμᾶν Ἰλ. Κ. 358· φυγᾷ πόδα ν. Σοφ. Ο. Τ. 468· ν. ὀφρύν, κινεῖν, Αἰσχύλ. Χο. 285· ἐν αἰθέρι ν. πτερὸν Ἀνθ. Π. 9. 339. 3) μεταφορ., ἐνὶ φρεσὶ κέρδε’ ἐνώμας, ἀνεκίνεις δόλους ἐντὸς τῆς κεφαλῆς σου, Λατ. animo versare, Ὀδ. Σ. 216· κέρδεα νωμῶν Υ. 257· ὡσαύτως, ἐν στήθεσσι νόον πολυκερδέα νωμᾶν Ν. 255· νωμέοντες... σῖτα ἀναιρεομένους, παρατηροῦντες αὐτοὺς ἐν ᾧ ἐλάμβανον τρόφιμα, Ἡρόδ. 4. 128· ἐπὶ μάντεων, ἐν ὠσὶ ν. καὶ φρεσὶν ... χρηστηρίους ὄρνιθας Αἰσχύλ. Θήβ. 25· ᾧ πάντα νωμῶν, Τειρεσία Σοφ. Ο. Τ. 300, ἔνθα ἴδε Musgr., πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1256· διότι, λέγει ὁ Πλάτων, τὸ νωμᾶν καὶ τὸ σκόπειν ταὐτὸν, Κρατ. 411D. 4) ἀπολ., διανοοῦμαι, σκοπῶ, μελετῶ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 374, ἀμφίβ. ― Πρβλ. τρωπάω, κτλ.
English (Autenrieth)
(νέμω), aor. νώμησα: deal out, distribute, Il. 1.471, Od. 3.340; handle, wield, control; ἔγχος, σκῆπτρον, πόδα νηός, Il. 5.594, Γ 21, Od. 10.32; ply the limbs, πόδας καὶ γούνατα, Il. 10.358; met., ‘revolve’ (versare), νόον, κέρδεα, ν 2, Od. 18.216.
English (Slater)
νωμάω (νώμα, -άτω; νωμῶν, -ῶντα: fut. νωμάσοισιν: aor. νωμάσαντ.)
a ply, guide, wield
a of chariot driving. “ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15)
II of weapons. “θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (P. 8.47) πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε νωμῶν τραχὺ ῥόπαλον (Vulcanius, Π: ἔμβαλλεν ὦμον codd.: sc. Ἡρακλέης?) fr. 111. 2.
III met., guide, govern νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (sc. ὦ Ἱέρων) (P. 1.86)
b dispense ἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ (N. 9.51)
c dub., [νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) (I. 2.22) ]
Greek Monotonic
νωμάω: (νέμω Ι), μέλ. -ήσω,
I. διαμερίζω, διανέμω, ιδίως τροφή και ποτό σε εορταστικές εκδηλώσεις, σε Όμηρ.
II. (νέμω III. 2.) διευθύνω κατά βούληση, καθοδηγώ, ελέγχω.
1. λέγεται για όπλα, χειρίζομαι, κουμαντάρω, κινώ τη λόγχη, το δόρυ ή την ασπίδα, σε Όμηρ.· ομοίως μεταφ., νώμα πηδαλίῳ πόλιν, κρατούσε το τιμόνι της πόλης, Λατ. gubernabat, σε Πίνδ.· πᾶν νωμάω ἐπὶ τέρμα, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για μέλη του σώματος, κινώ με ταχύτητα· γούνατα νωμᾶν, σε Ομήρ. Ιλ.· πόδα νωμᾶν, σε Σοφ.· νωμᾶν ὀφρύν, κουνώ το φρύδι μου, σε Αισχύλ.
3. ανακινώ στο μυαλό μου, σε Ομήρ. Οδ.· παρατηρώ, παρακολουθώ, σε Ηρόδ., Τραγ.
Frisk Etymological English
See also: s. νέμω.
Middle Liddell
νωμάω, fut. -ήσω νέμω Ι]
I. to deal out, distribute, esp. food and drink at festivals, Hom.
II. (νέμω III. 2) to direct, guide, control,
1. of weapons, to handle, wield, sway the lance, shield, rudder, Hom.; so metaph., νώμα πηδαλίῳ πόλιν was steering it, Lat. gubernabat, Pind.; πᾶν ν. ἐπὶ τέρμα Aesch.
2. of the limbs, to ply nimbly, γούνατα νωμᾶν Il.; πόδα ν. Soph.; ν. ὀφρύν to move the brow, Aesch.
3. to revolve in the mind, Od.: to observe, watch, Hdt., Trag.
Frisk Etymology German
νωμάω: {nōmáō}
See also: s. νέμω.
Page 2,331
Mantoulidis Etymological
(=μοιράζω, διευθύνω, κινῶ). Ἀπό ρίζα νεμ- τοῦ νέμω καί εἶναι ἐκτεταμένος θαμιστικός τύπος. Θέμα νεμ-, μέ μετάπτωση νωμ-.
Παράγωγα: νώμησις (=παρατήρηση, σκέψη), νωμήσιμος, νωμητής (=ὁδηγός), νωμήτωρ.