νωμώ

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

νωμῶ, -άω (Α)
1. (σχετικά με τροφή και ποτό κατά τις εορτές) διανέμω, μοιράζω
2. (σχετικά με ποτό) γεμίζω με τη σειρά («ἀργυρέοισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ'», Πίνδ.)
3. κινώ και διευθύνω κάτι κατά βούληση (α. «ἀεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων», Ομ. Οδ.
β. «ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ' ἐθέλω», Πίνδ.)
4. (σχετικά με όπλο) χειρίζομαι επιδέξια («ἐν παλάμῃσι πελώριον ἔγχος ἐνώμα», Ομ. Ιλ.)
5. (για ηνίοχο) ελαύνω το άρμα
6. (σχετικά με τα μέλη του σώματος) κινώ ελαφρά, γρήγορα και επιδέξια («λαιψηρὰ δὲ γούνατ' ἐνώμα φευγέμεναι», Ομ. Ιλ.)
7. παίζω τα μάτια μου
8. (για πτηνό) κινώ ελαφρά τα φτερά
9. μτφ. α) κυβερνώ, διοικώ
β) μελετώ, σχεδιάζω, ανακινώ στον νού μου
γ) παρατηρώ κάτι το οποίο κινεί την προσοχή μου
10. μέσ. νωμῶμαι, -άομαι
κατέχω, εξουσιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ- του θ. νεμ- του νέμω (πρβλ. τρέπω: τρωπάω, στρέφω: στρωφάω), βλ. λ. νέμω. Η βαθμίδα αυτή εμφανίζεται και σε δύο συνθ. σε νώμᾱς: εὐνώμας, ἱππονώμας.