ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death
ὀξέως: Ἐπίρρ. ἴδε ὀξὺς V.
adv.1 avec finesse ou acuité (voir, comprendre, etc.);2 rapidement;Cp. ὀξυτέρως, Sp. ὀξύτατα.Étymologie: ὀξύς.
ὀξέως: επίρρ. του ὀξύς.