παρωνύμως

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρωνύμως: Ἐπίρρ., παρὰ τὸ ὄνομα, ἐναντίον τῆς σημασίας τοῦ ὀνόματος, ὁ δὲ κάκιστος ἐκεῖνος παρωνύμως Κάλλιστος Στέφ. Διάκ. σ. 1125, ἔκδ. Mi, ἴδε παρώνυμος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. παρώνυμος.