ποθήκω

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek (Liddell-Scott)

ποθήκω: Δωρ. ἀντὶ προσήκω, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072. 27, Ἐπιγραφ. Δελφ. BCH. 1894, 391, ἀρ. 99, 103, κτλ.

Greek Monolingual

και ποθάκω και ποθίκω Α
(δωρ. τ.) προσήκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἥκω, με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].