προσέλεκτο
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
French (Bailly abrégé)
v. προσλέγομαι.
Greek Monotonic
προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.