συνευνέτις
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
c. σύνευνος.
Étymologie: fém. de συνευνέτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.