συντεκταίνομαι
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b. 2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.
Greek (Liddell-Scott)
συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.
Greek Monolingual
Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].