συντεκταίνομαι
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b.
2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντεκταίνομαι [σύν, τεκταίνω] samen bouwen; overdr. samen verzinnen.
German (Pape)
mit, zugleich zimmern, bauen, machen; ὄμματα, Plat. Tim. 45b, vgl. 30b und S.Emp. adv.phys. 1.106; δόλον, Ap.Rh. 1.1295; Qu.Sm. 5.132.
Russian (Dvoretsky)
συντεκταίνομαι:
1 строить, образовывать, созидать (τὸ πᾶν Plut.);
2 вместе устраивать, сообща придумывать (μῆτίν τινι Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.
Greek Monolingual
Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾶν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].