τάων
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
[ᾱ], Ep. gen. pl. fem. of ὁ, ἡ, τό.
Greek (Liddell-Scott)
τάων: [ᾱ], Δωρ. καὶ Αἰολ. γεν. πληθ. θηλ. τοῦ ἄρθρου ὁ, ἡ, τό, ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς Ἐπικοῖς.
French (Bailly abrégé)
dor. et éol. c. τῶν, gén. pl. fém. de ὁ, ἡ, τό, employé c. pron. relat.
Greek Monotonic
τάων: [ᾱ], Δωρ. και Αιολ. γεν. πληθ. θηλ. του άρθρου ὁ, ἡ, τό.