τημοῦτος

From LSJ
Revision as of 02:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

German (Pape)

[Seite 1108] adv., seltene Nebenf. von τῆμος, Hes. O. 578, daraus gebildet, wie τηλικοῦτος aus τηλίκος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος, κατά το οὗτος.

Greek Monotonic

τημοῦτος: = τημόσδε, τῆμος, σε Ησίοδ.