τεοῖο
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
German (Pape)
[Seite 1092] ep. gen. von σύ statt σοῦ, Il. 8, 37.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
see σύ.
Greek Monolingual
(τεοῖο) Α
(επικ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ. συ) βλ. εσύ.