Φαίδρα
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Phèdre, fille de Minos, femme de Thésée.
Étymologie: DELG φαιδρός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. μυθ. κόρη του Μίνωος και της Πασιφάης, αδελφή του Κατρέως, του Ανδρόγεω, του Δευκαλίωνος, της Ακακαλλίδος, της Ξενοδίκης και της Αριάδνης, την οποία ο Δευκαλίων έδωσε ως σύζυγο στον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα
2. τίτλος τραγωδιών του Ευριπίδου, του Σενέκα, του Οβιδίου, του Βεργιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].