Φαέθουσα
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Phaéthousa, litt. « la brillante », fille d’Hélios.
Étymologie: *φαέθω.
English (Autenrieth)
daughter of Helius and Neaera, Od. 12.132†.
Greek Monolingual
η, Ν
μυθ.
1. κόρη του Ηλίου και της Νεαίρας ή της Ρόδης, αδελφή της Λαμπετίης και του Φαέθοντος
2. κόρη του Δαναού, μητέρα του Μυρτίλου, τον οποίο απέκτησε από τον Ερμή.