φιλομειράκιος
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fond of boys, Phld.Acad.Ind.p.48 M., D.L.4.40.
German (Pape)
[Seite 1282] = φιλομεῖραξ, ἀρετά Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομειράκιος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς μείρακας, Κλήμ. Ἀλεξ. 346.
Greek Monolingual
-ον, Α [[φιλομεῑραξ, -είρακος]]
φιλομεῑραξ.