φιλοστόργως
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
French (Bailly abrégé)
adv.
avec tendresse pour les siens.
Étymologie: φιλόστοργος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φιλόστοργα Ν
επίρρ. βλ. φιλόστοργος.