Φλειάσιος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
mieux que Φλιάσιος;
de Phliunte ; ἡ Φλιασία le territoire de Phliunte.
Étymologie: Φλειοῦς.

Greek Monolingual

και Φλιάσιος και ιων. τ. Φλειήσιος, ὁ, Α
Φλειοῡς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φλειοῦς + κατάλ. -άσιος / -ήσιος (πρβλ. θρι-άσιος, Ἰθακ-ήσιος)].