σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
α, ον :mieux que Φλιάσιος;de Phliunte ; ἡ Φλιασία le territoire de Phliunte.Étymologie: Φλειοῦς.
και Φλιάσιος και ιων. τ. Φλειήσιος, ὁ, ΑΦλειοῡς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φλειοῦς + κατάλ. -άσιος / -ήσιος (πρβλ. θρι-άσιος, Ἰθακ-ήσιος)].