Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
[Seite 1284] ὁ, ἡ, poet. statt φιλόπολις, Eur. Rhes. 158.
-ι, Α(ποιητ. τ.) βλ. φιλόπολις·