τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
3ᵉ pl. épq. ao. ind. Pass. de φοβέω.
φόβηθεν: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του φοβέω.