τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
adv.avec sagesse, avec prudence;Cp. φρονιμώτερον ou φρονιμωτέρως.Étymologie: φρόνιμος.
adverb from φρόνιμος; prudently: wisely.
ΝΜΑεπίρρ. βλ. φρόνιμος.