κρόκες
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English (LSJ)
αἱ, metapl. nom. pl. of sq.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκες: -αἱ, πληθ. ὀνομ. κατὰ μεταπλ. τοῦ ἑπομ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκες: αἱ pl. к *κρόξ.