πέζαρχος

Revision as of 01:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ,

   A leader of infantry, X.Cyr.5.3.41.

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, das Fußvolk oder das Landheer anführend, Xen. Cyr. 5, 3, 41.

Greek (Liddell-Scott)

πέζαρχος: ὁ, ὁ ἡγεμών, ἀρχηγὸς τῶν πεζῶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3. 41· - πεζαρχέω, εἶμαι ἀρχηγὸς πεζῶν στρατιωτῶν, Θεμίστ. 152C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant de l’infanterie.
Étymologie: πεζός, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός του στρατού της ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -αρχος].

Greek Monotonic

πέζαρχος: ὁ, οδηγός του πεζικού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πέζαρχος: ὁ начальник пехоты Xen.