πόσι

From LSJ
Revision as of 02:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

το, Ν
κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί.

Russian (Dvoretsky)

πόσι: ион. Her. dat. к πόσις I.