πόσι

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

το, Ν
κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί.

Russian (Dvoretsky)

πόσι: ион. Her. dat. к πόσις I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόσι Ion. dat. van 1. πόσις.
πόσι voc. van 2. πόσις.