πώποκα
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
Dor. for sq.,
A οὐ πώποκα Epich.1701.
German (Pape)
[Seite 827] dor. = πώποτε, Epicharm. bei D. L. 3, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πώποκα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., ἀλλ’ ἀεί τοι θεοὶ παρῆσαν, καὶ ὑπέλιπον οὐ πώποκα Ἐπίχ. παρὰ Δ. Λαερτ. 3. 10.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. πώποτε.
Russian (Dvoretsky)
πώποκα: adv. дор. = πώποτε.