σμαρίς
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a small poor sea-fish,
A Smaris vulgaris, Epich.29, 60, Arist.HA607b22, Opp.H.1.109, etc. [ᾰ: ᾱ only in Marc.Sid.97.]
German (Pape)
[Seite 910] ίδος, ἡ, ein kleiner, geringgeachteter Meersisch, wie der Larirsisch; Arist. H. A. 8, 30; Diosc.; Ath. VII, 328 f; Opp. Hal. 1, 109; Phani. 7 (VI, 304); wird auch σμάρις accentuirt.
Greek (Liddell-Scott)
σμᾰρίς: -ίδος, ἡ, σμικρὸν ἰχθύδιον θαλάσσιον, «μαρίδα», Ἐπίχ. 35Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 5, Ὀππ. Ἁλ. 1. 109, κτλ., Ἡσύχ. [ᾰ]· μόνον παρὰ Μαρκέλλ. Σιδ. 97, ᾱ].
Russian (Dvoretsky)
σμᾰρίς: ίδος ἡ смарида (мелкая морская рыба) Arst.